- κολομπίνα
- (Colombina). Θεατρικός τύπος, ένα από τα πρόσωπα της Κομέντια ντελ’ άρτε, που μετέπειτα υιοθετήθηκε από το γαλλικό θεάτρο και την παντομίμα. Πρωτοεμφανίστηκε στο πρώτο μισό του 16ου αι. και το όνομά της σημαίνει μικρόπεριστέρι στα ιταλικά. Αρχικά αποτελούσε την πονηρή και χαριτωμένη χωριατοπούλα υπηρέτρια, ενώ αργότερα –και παράλληλα με την εξέλιξη της Κομέντια ντελ’ άρτε– έχασε τον λαϊκό χαρακτήρα της, για να εξελιχθεί τον 20ό αι. στον χαρακτήρα της σουμπρέτας. Πολλές ηθοποιοί έγιναν διάσημες χάρη στον ρόλο της Κ.
* * *η1. γυναικείο πρόσωπο τής ιταλικής κωμωδίας με ζωηρό και εύθυμο χαρακτήρα2. αποκριάτικη γυναικεία στολή3. είδος φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. colombina «περιστεράκι» (< colomba «περιστέρι»)].
Dictionary of Greek. 2013.